αδικοσκοτώνω

αδικοσκοτώνω
αμετ. напрасно, несправедливо убивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αδικοσκοτώνω" в других словарях:

  • αδικοσκοτώνω — σκοτώνω κάποιον άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + σκοτώνω] …   Dictionary of Greek

  • αδικοσκοτώνω — αδικοσκότωσα, αδικοσκοτώθηκα, αδικοσκοτωμένος, σκοτώνω άδικα, χωρίς σπουδαίο λόγο: Πήγε αδικοσκοτωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • αδικοσκοτωμένος — η, ο (μτχ. τού αδικοσκοτώνω) αυτός που σκοτώθηκε άδικα, ο αδικοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + σκοτωμένος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»